καταναγκασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καταναγκασμός | οι | καταναγκασμοί |
| γενική | του | καταναγκασμού | των | καταναγκασμών |
| αιτιατική | τον | καταναγκασμό | τους | καταναγκασμούς |
| κλητική | καταναγκασμέ | καταναγκασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταναγκασμός < καταναγκάζω
Ουσιαστικό
καταναγκασμός αρσενικό
- η εξωτερική δύναμη/ενέργεια που οδηγεί τους ανθρώπους να κάνουν πράγματα παρά τη θέλησή τους καθώς και το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας
Συγγενικά
Μεταφράσεις
καταναγκασμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.