ενότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενότητα | οι | ενότητες |
| γενική | της | ενότητας | των | ενοτήτων |
| αιτιατική | την | ενότητα | τις | ενότητες |
| κλητική | ενότητα | ενότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενότητα < αρχαία ελληνική ἑνότης < εἷς
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈno.ti.ta/
Ουσιαστικό
ενότητα θηλυκό
- η ιδιότητα εκείνη της έλλειψης αποσχιστικών ή διαιρετικών τάσεων
- η συμπεριφορά των υπαλλήλων αυτών χαρακτηρίζεται από μία πρωτοφανή αίσθηση ενότητας
- η εμφάνιση κάποιων προσώπων ή πραγμάτων ως ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο με κοινά χαρακτηριστικά
- (ειδικότερα) το χαρακτηριστικό του (γραπτού ή προφορικού) λόγου κατά το οποίο τα επιμέρους στοιχεία του συνδέονται ή συγκλίνουν προς συγκεκριμένο θεματικό κέντρο
- (κατ’ επέκταση) το επιμέρους τμήμα ενός κειμένου με συγκεκριμένο θεματικό κέντρο και αυτοτέλεια
- (πληροφορική) ή σύνθετη εντολή, είναι αυτοτελές κομμάτι κώδικα (Αγγλ. block) μιας γλώσσας προγραμματισμού, όπως ο κώδικας που περιέχεται σε ένα υποπρόγραμμα. Επεκτείνοντας την έννοια, μπορεί να θεωρηθεί ότι ένα ολόκληρο πρόγραμμα είναι μία ενότητα (block) που περιέχει άλλες μικρότερες ενότητες.
- Στη γλώσσα προγραμματισμού C τα άγκιστρα
{...}χρησιμοποιούνται και για να υποδηλώσουν τα όρια (έκταση) μίας ενότητας
- Στη γλώσσα προγραμματισμού C τα άγκιστρα
Συγγενικά
- υποενότητα
- → δείτε τη λέξη ένας
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.