συνέχομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συνέχομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
συνέχομαι
- εξαρτώμαι, συνδέομαι, συμπλέκομαι από τη σχέση με κάτι άλλο ή άλλον
- κυριαρχούμαι από ένα συναίσθημα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
συνέχομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.