συμπλοκή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπλοκή οι συμπλοκές
      γενική της συμπλοκής των συμπλοκών
    αιτιατική τη συμπλοκή τις συμπλοκές
     κλητική συμπλοκή συμπλοκές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ποινικό δίκαιο: φιλονικία μεταξύ περισσότερων των δύο προσώπων,που εκτρέπεται σε αμοιβαίες βιαιοπραγίες κατά του σώματος

Ουσιαστικό

συμπλοκή θηλυκό

  1. καυγάς και συνήθως ξυλοδαρμοί
  2. μικρή απρογραμμάτιστη μάχη
  3. σύμπλεξη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.