συμπλοκή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συμπλοκή | οι | συμπλοκές |
| γενική | της | συμπλοκής | των | συμπλοκών |
| αιτιατική | τη | συμπλοκή | τις | συμπλοκές |
| κλητική | συμπλοκή | συμπλοκές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ποινικό δίκαιο: φιλονικία μεταξύ περισσότερων των δύο προσώπων,που εκτρέπεται σε αμοιβαίες βιαιοπραγίες κατά του σώματος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.