συνδεδεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συνδεδεμένος | η | συνδεδεμένη | το | συνδεδεμένο |
| γενική | του | συνδεδεμένου | της | συνδεδεμένης | του | συνδεδεμένου |
| αιτιατική | τον | συνδεδεμένο | τη | συνδεδεμένη | το | συνδεδεμένο |
| κλητική | συνδεδεμένε | συνδεδεμένη | συνδεδεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συνδεδεμένοι | οι | συνδεδεμένες | τα | συνδεδεμένα |
| γενική | των | συνδεδεμένων | των | συνδεδεμένων | των | συνδεδεμένων |
| αιτιατική | τους | συνδεδεμένους | τις | συνδεδεμένες | τα | συνδεδεμένα |
| κλητική | συνδεδεμένοι | συνδεδεμένες | συνδεδεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συνδεδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συνδέω
Μετοχή
συνδεδεμένος, -η, -ο
- που έχει συνδεθεί ή εξαρτάται από κάποιον ή κάτι
- συνδεδεμένος στο διαδίκτυο
- συνδεδεμένος σε μία ιστοσελίδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.