αποσύνδεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποσύνδεση | οι | αποσυνδέσεις |
| γενική | της | αποσύνδεσης* | των | αποσυνδέσεων |
| αιτιατική | την | αποσύνδεση | τις | αποσυνδέσεις |
| κλητική | αποσύνδεση | αποσυνδέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποσυνδέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.poˈsin.ðe.si/
Ουσιαστικό
αποσύνδεση θηλυκό
- ο διαχωρισμός στοιχείων που ήταν πριν συνδεδεμένα
- Η αποσύνδεση του ασθενή από το τεχνητό νεφρό ήταν επιτυχής
- (πληροφορική) η διακοπή της σύνδεσης με άλλον υπολογιστή
Συγγενικά
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.