ανασύνδεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανασύνδεση | οι | ανασυνδέσεις |
| γενική | της | ανασύνδεσης* | των | ανασυνδέσεων |
| αιτιατική | την | ανασύνδεση | τις | ανασυνδέσεις |
| κλητική | ανασύνδεση | ανασυνδέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανασυνδέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανασύνδεση < ανασυνδέσω + -ση ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική renouement)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.