ανασυνδεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανασυνδεμένος η ανασυνδεμένη το ανασυνδεμένο
      γενική του ανασυνδεμένου της ανασυνδεμένης του ανασυνδεμένου
    αιτιατική τον ανασυνδεμένο την ανασυνδεμένη το ανασυνδεμένο
     κλητική ανασυνδεμένε ανασυνδεμένη ανασυνδεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανασυνδεμένοι οι ανασυνδεμένες τα ανασυνδεμένα
      γενική των ανασυνδεμένων των ανασυνδεμένων των ανασυνδεμένων
    αιτιατική τους ανασυνδεμένους τις ανασυνδεμένες τα ανασυνδεμένα
     κλητική ανασυνδεμένοι ανασυνδεμένες ανασυνδεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

ανασυνδεμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.