συνδέσμωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνδέσμωση οι συνδεσμώσεις
      γενική της συνδέσμωσης* των συνδεσμώσεων
    αιτιατική τη συνδέσμωση τις συνδεσμώσεις
     κλητική συνδέσμωση συνδεσμώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνδεσμώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνδέσμωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική syndesmosis < αρχαία ελληνική σύνδεσμ(ος) < αρχαία ελληνική συνδέω < σύν (συν-) + δέω + -ωση[1]

Ουσιαστικό

συνδέσμωση θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.