πολυσύνδεσμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πολυσύνδεσμός | οι | πολυσύνδεσμοί |
| γενική | του | πολυσύνδεσμού | των | πολυσύνδεσμών |
| αιτιατική | τον | πολυσύνδεσμό | τους | πολυσύνδεσμούς |
| κλητική | πολυσύνδεσμέ | πολυσύνδεσμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πολυσύνδεσμος αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ πολυσύνδεσμος | τὸ πολυσύνδεσμον | οἱ, αἱ πολυσύνδεσμοι | τὰ πολυσύνδεσμα |
| Γενική | τοῦ, τῆς πολυσυνδέσμου | τοῦ πολυσυνδέσμου | τῶν πολυσυνδέσμων | τῶν πολυσυνδέσμων |
| Δοτική | τῷ, τῇ πολυσυνδέσμῳ | τῷ πολυσυνδέσμῳ | τοῖς, ταῖς πολυσυνδέσμοις | τοῖς πολυσυνδέσμοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν πολυσύνδεσμον | τὸ πολυσύνδεσμον | τοὺς, τὰς πολυσυνδέσμους | τὰ πολυσύνδεσμα |
| Κλητική | πολυσύνδεσμε | πολυσύνδεσμον | πολυσύνδεσμοι | πολυσύνδεσμα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | πολυσυνδέσμω | |||
| Γενική-Δοτική | πολυσυνδέσμοιν | |||
Ετυμολογία
- πολυσύνδεσμος < αρχαία ελληνική πολυ- + σύνδεσμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.