connect
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | connect |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | connects |
| αόριστος | connected |
| παθητική μετοχή | connected |
| ενεργητική μετοχή | connecting |
Ρήμα
connect (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συνδέω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα· συνδέομαι, ενώνομαι
- ↪ a train which connects ten towns - τρένο που συνδέει δέκα πόλεις
- ↪ 8 connected the two pieces of wood.
- Συνέδεσα/Ένωσα τα δύο ξύλα.
- ↪ Athens is connected to Chalkida by car and by train.
- Η Αθήνα συνδέεται με τη Χαλκίδα οδικώς και σιδηροδρομικώς.
- ↪ The river connects with the Danube near Vienna.
- Αυτό το ποτάμι ενώνεται με το Δούναβη κοντά στη Βιέννη.
- (μεταβατικό) συνδέω, παρατηρώ ή κάνω μια σύνδεση μεταξύ ανθρώπων, πραγμάτων, γεγονότων κτλ.
- (αμετάβατο) μετεπιβιβάζω, η μετεπιβίβαση, φτάνω με λεωφορείο, αεροπλάνο, τρένο κτλ. λίγο πριν φύγει ένα άλλο για να μπορώ να αλλάξω από το ένα στο άλλο
- ↪ connecting flights - πτήσεις μετεπιβίβασης
Σύνθετα
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.