συσφίγγω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συσφίγγω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συσφίγγω < (σύν) συ- + αρχαία ελληνική σφίγγω
- για τη μεταφορική σημασία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική resserrer [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈsfiŋ.ɡo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐σφίγ‐γω
Ρήμα
συσφίγγω, αόρ.: σύσφιξα/συνέσφιξα, παθ.φωνή: συσφίγγομαι, π.αόρ.: συσφίχθηκα/-χτηκα, μτχ.π.π.: συσφιγμένος/συνεσφιγμένος
Συγγενικά
- συνεσφιγμένος (μετοχή)
- συσφικτήρας / συσφιγκτήρας
- συσφιγμένος (μετοχή)
- σύσφιξη / σύσφιγξη
→ και δείτε τη λέξη σφίγγω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συσφίγγομαι | συσφιγγόμουν(α) | θα συσφίγγομαι | να συσφίγγομαι | ||
| β' ενικ. | συσφίγγεσαι | συσφιγγόσουν(α) | θα συσφίγγεσαι | να συσφίγγεσαι | ||
| γ' ενικ. | συσφίγγεται | συσφιγγόταν(ε) | θα συσφίγγεται | να συσφίγγεται | ||
| α' πληθ. | συσφιγγόμαστε | συσφιγγόμαστε συσφιγγόμασταν |
θα συσφιγγόμαστε | να συσφιγγόμαστε | ||
| β' πληθ. | συσφίγγεστε | συσφιγγόσαστε συσφιγγόσασταν |
θα συσφίγγεστε | να συσφίγγεστε | (συσφίγγεστε) | |
| γ' πληθ. | συσφίγγονται | συσφίγγονταν συσφιγγόντουσαν |
θα συσφίγγονται | να συσφίγγονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συσφίγχτηκα | θα συσφιγχτώ | να συσφιγχτώ | συσφιγχτεί | ||
| β' ενικ. | συσφίγχτηκες | θα συσφιγχτείς | να συσφιγχτείς | συσφίγξου | ||
| γ' ενικ. | συσφίγχτηκε | θα συσφιγχτεί | να συσφιγχτεί | |||
| α' πληθ. | συσφιγχτήκαμε | θα συσφιγχτούμε | να συσφιγχτούμε | |||
| β' πληθ. | συσφιγχτήκατε | θα συσφιγχτείτε | να συσφιγχτείτε | συσφιγχτείτε | ||
| γ' πληθ. | συσφίγχτηκαν συσφιγχτήκαν(ε) |
θα συσφιγχτούν(ε) | να συσφιγχτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συσφιγχτεί | είχα συσφιγχτεί | θα έχω συσφιγχτεί | να έχω συσφιγχτεί | συσφιγγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις συσφιγχτεί | είχες συσφιγχτεί | θα έχεις συσφιγχτεί | να έχεις συσφιγχτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συσφιγχτεί | είχε συσφιγχτεί | θα έχει συσφιγχτεί | να έχει συσφιγχτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συσφιγχτεί | είχαμε συσφιγχτεί | θα έχουμε συσφιγχτεί | να έχουμε συσφιγχτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συσφιγχτεί | είχατε συσφιγχτεί | θα έχετε συσφιγχτεί | να έχετε συσφιγχτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συσφιγχτεί | είχαν συσφιγχτεί | θα έχουν συσφιγχτεί | να έχουν συσφιγχτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συσφιγγμένος - είμαστε, είστε, είναι συσφιγγμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συσφιγγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συσφιγγμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συσφιγγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συσφιγγμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συσφιγγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συσφιγγμένοι | |||||
Αναφορές
- συσφίγγω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.