επανασυνδεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επανασυνδεμένος | η | επανασυνδεμένη | το | επανασυνδεμένο |
| γενική | του | επανασυνδεμένου | της | επανασυνδεμένης | του | επανασυνδεμένου |
| αιτιατική | τον | επανασυνδεμένο | την | επανασυνδεμένη | το | επανασυνδεμένο |
| κλητική | επανασυνδεμένε | επανασυνδεμένη | επανασυνδεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επανασυνδεμένοι | οι | επανασυνδεμένες | τα | επανασυνδεμένα |
| γενική | των | επανασυνδεμένων | των | επανασυνδεμένων | των | επανασυνδεμένων |
| αιτιατική | τους | επανασυνδεμένους | τις | επανασυνδεμένες | τα | επανασυνδεμένα |
| κλητική | επανασυνδεμένοι | επανασυνδεμένες | επανασυνδεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
επανασυνδεμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.