συμμετρικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμμετρικότητα οι συμμετρικότητες
      γενική της συμμετρικότητας των συμμετρικοτήτων
    αιτιατική τη συμμετρικότητα τις συμμετρικότητες
     κλητική συμμετρικότητα συμμετρικότητες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμμετρικότητα < συμμετρικός + -ότητα

Ουσιαστικό

συμμετρικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του συμμετρικού
  2. (συνεκδοχικά) η συμμετρία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.