ασύμμετρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασύμμετρος η ασύμμετρη το ασύμμετρο
      γενική του ασύμμετρου της ασύμμετρης του ασύμμετρου
    αιτιατική τον ασύμμετρο την ασύμμετρη το ασύμμετρο
     κλητική ασύμμετρε ασύμμετρη ασύμμετρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασύμμετροι οι ασύμμετρες τα ασύμμετρα
      γενική των ασύμμετρων των ασύμμετρων των ασύμμετρων
    αιτιατική τους ασύμμετρους τις ασύμμετρες τα ασύμμετρα
     κλητική ασύμμετροι ασύμμετρες ασύμμετρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασύμμετρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀσύμμετρος < ἀ- στερητικό + σύμμετρος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈsi.me.tros/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ασύμμετρος

Επίθετο

ασύμμετρος, -η, -ο

  1. που δεν έχει συμμετρία
     συνώνυμα: δυσανάλογος
     αντώνυμα: σύμμετρος
  2. που δεν είναι συμμετρικός
     συνώνυμα: ασυμμετρικός
     αντώνυμα: συμμετρικός

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

  • ασύμμετρο άνθος:
  • ασύμμετρο δίζυγο:
  • ασύμμετροι ζυγοί:
  • ασύμμετρος αριθμός:

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.