ασυμμετρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ασυμμετρία | οι | ασυμμετρίες |
| γενική | της | ασυμμετρίας | των | ασυμμετριών |
| αιτιατική | την | ασυμμετρία | τις | ασυμμετρίες |
| κλητική | ασυμμετρία | ασυμμετρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασυμμετρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀσυμμετρία < ἀσύμμετρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.si.meˈtɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐συμ‐με‐τρί‐α
Ουσιαστικό
ασυμμετρία θηλυκό
- η έλλειψη συμμετρίας
- ↪ οι πίνακες εκείνης της εποχής χαρακτηρίζονται από ελάχιστη ασυμμετρία.
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ασύμμετρα
- ασυμμετρικός
- ασύμμετρος
- → δείτε τις λέξεις σύμμετρος και μέτρο
Πηγές
- ασυμμετρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ασυμμετρία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.