συμμετρικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
συμμετρικά < συμμετρικός + -ά
Μεταφράσεις
συμμετρικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
συμμετρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του συμμετρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.