επίπεδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επίπεδο τα επίπεδα
      γενική του επιπέδου
& επίπεδου
των επιπέδων
    αιτιατική το επίπεδο τα επίπεδα
     κλητική επίπεδο επίπεδα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επίπεδο, ουδέτερο του επίπεδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίπεδον

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpi.pe.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επίπεδο

Ουσιαστικό

επίπεδο ουδέτερο

  1. (γεωμετρία) λεία ομοιόμορφη γεωμετρική επιφάνεια η οποία μπορεί να εφαρμόσει πλήρως με τον εαυτό της ακόμα και εν κινήσει
  2. η στάθμη
    το επίπεδο του νερού
  3. το ύψος όπου βρίσκεται κάτι σε μια ιεραρχική κλίμακα
    μια χώρα με ψηλό βιοτικό επίπεδο
  4. (μεταφορικά) σπουδαιότητα, σημαντικότητα
    Το επίπεδο της συζήτησης ήταν πολύ χαμηλό.

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επίπεδο

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.