συμμετρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμμετρικός | η | συμμετρική | το | συμμετρικό |
| γενική | του | συμμετρικού | της | συμμετρικής | του | συμμετρικού |
| αιτιατική | τον | συμμετρικό | τη | συμμετρική | το | συμμετρικό |
| κλητική | συμμετρικέ | συμμετρική | συμμετρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμμετρικοί | οι | συμμετρικές | τα | συμμετρικά |
| γενική | των | συμμετρικών | των | συμμετρικών | των | συμμετρικών |
| αιτιατική | τους | συμμετρικούς | τις | συμμετρικές | τα | συμμετρικά |
| κλητική | συμμετρικοί | συμμετρικές | συμμετρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συμμετρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική symétrique < symétrie < αρχαία ελληνική συμμετρία < σύν (συμ-) + μέτρον. Διαφορετικό στην ελληνιστική κοινή συμμετρικός. [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.me.tɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐με‐τρι‐κός
Επίθετο
συμμετρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη συμμετρία, αναφέρεται σ’ αυτή ή βρίσκεται σε συμμετρία όσον αφορά κάτι άλλο
Αντώνυμα
Συγγενικά
- συμμετρικά
- συμμετρικότητα
- → δείτε τις λέξεις συμμετρία, συν και μέτρο
Μεταφράσεις
συμμετρικός
Αναφορές
- συμμετρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | συμμετρικός | ἡ | συμμετρική | τὸ | συμμετρικόν |
| γενική | τοῦ | συμμετρικοῦ | τῆς | συμμετρικῆς | τοῦ | συμμετρικοῦ |
| δοτική | τῷ | συμμετρικῷ | τῇ | συμμετρικῇ | τῷ | συμμετρικῷ |
| αιτιατική | τὸν | συμμετρικόν | τὴν | συμμετρικήν | τὸ | συμμετρικόν |
| κλητική ὦ! | συμμετρικέ | συμμετρική | συμμετρικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | συμμετρικοί | αἱ | συμμετρικαί | τὰ | συμμετρικᾰ́ |
| γενική | τῶν | συμμετρικῶν | τῶν | συμμετρικῶν | τῶν | συμμετρικῶν |
| δοτική | τοῖς | συμμετρικοῖς | ταῖς | συμμετρικαῖς | τοῖς | συμμετρικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | συμμετρικούς | τὰς | συμμετρικᾱ́ς | τὰ | συμμετρικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | συμμετρικοί | συμμετρικαί | συμμετρικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμμετρικώ | τὼ | συμμετρικᾱ́ | τὼ | συμμετρικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | συμμετρικοῖν | τοῖν | συμμετρικαῖν | τοῖν | συμμετρικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συμμετρικός < αρχαία ελληνική συμμετρία < σύν (συμ-) + μέτρον
Πηγές
- συμμετρικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.