άξονας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | άξονας | οι | άξονες |
| γενική | του | άξονα | των | αξόνων |
| αιτιατική | τον | άξονα | τους | άξονες |
| κλητική | άξονα | άξονες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άξονας < αρχαία ελληνική ἄξων
Ουσιαστικό
άξονας αρσενικό
- νοητή ευθεία γραμμή γύρω από την οποία κινείται ή βρίσκεται συμμετρικά κάποιο αντικείμενο
- (ανατομία) η απόφυση νευρικού κυττάρου που μεταδίδει παλμούς από το κύτταρο στο σώμα, νευράξονας
- (μεταφορικά) το επίκεντρο ενός θέματος
Σύνθετα
- αξονοειδής
- αξονομετρία
- αξονομετρικός
- ημιάξονας
- μεταξόνιο
- νευράξονας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.