αντιστοιχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιστοιχία οι αντιστοιχίες
      γενική της αντιστοιχίας των αντιστοιχιών
    αιτιατική την αντιστοιχία τις αντιστοιχίες
     κλητική αντιστοιχία αντιστοιχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιστοιχία < αντί + -στοιχία (< στοίχος)

Ουσιαστικό

αντιστοιχία θηλυκό

  • η σχέση ομοιότητας ανάμεσα σε δύο πράγματα όπου κάθε στοιχείο του ενός ταιριάζει με ένα στοιχείο του άλλου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.