στέψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στέψη οι στέψεις
      γενική της στέψης* των στέψεων
    αιτιατική τη στέψη τις στέψεις
     κλητική στέψη στέψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στέψεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στέψη < ελληνιστική κοινή στέψις < αρχαία ελληνική στέφω (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική couronnement)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈste.psi/

Ουσιαστικό

στέψη θηλυκό

  1. το στεφάνωμα
  2. (ειδικότερα) η επίσημη τελετή ανάληψης της εξουσίας από ηγεμόνα, κατά την οποία υψηλόβαθμος κληρικός (πατριάρχης, πάπας κ.ά.) βάζουν το στέμμα στην κεφαλή του ηγεμόνα
    Δεν έχει εξακριβωθεί αν η στέψη ήταν προσυμφωνημένη με τον Καρλομάγνο ή αν αποτελούσε πρωτοβουλία του πάπα με σκοπό να δεθεί ακόμη περισσότερο με την αγία έδρα ο βασιλιάς των Φράγκων και να συνεχίσει να της παρέχει την προστασία του. (*)
  3. (κατ’ επέκταση) η ανάδειξη νικητή σε διαγωνισμούς (π.χ. καλλιστεία) με ανάλογη διαδικασία και τελετουργικό
    Το 2006 πήρε ξανά μέρος στα καλλιστεία και έγινε αμέσως γνωστή εξαιτίας της αντίδρασής της κατά τη διάρκεια της στέψης της ως αναπληρωματική Σταρ Ελλάς, επισκιάζοντας τη νικήτρια. (*)
  4. (κατ’ επέκταση) η διαδικασία και η τελετή του στεφανώματος κατά τον γάμο
  5. (αρχιτεκτονική) το τμήμα ενός κτίσματος ή μιας κατασκευής που βρίσκεται στην κορυφή του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.