στέψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στέψη | οι | στέψεις |
| γενική | της | στέψης* | των | στέψεων |
| αιτιατική | τη | στέψη | τις | στέψεις |
| κλητική | στέψη | στέψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, στέψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στέψη < ελληνιστική κοινή στέψις < αρχαία ελληνική στέφω (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική couronnement)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈste.psi/
Ουσιαστικό
στέψη θηλυκό
- το στεφάνωμα
- (ειδικότερα) η επίσημη τελετή ανάληψης της εξουσίας από ηγεμόνα, κατά την οποία υψηλόβαθμος κληρικός (πατριάρχης, πάπας κ.ά.) βάζουν το στέμμα στην κεφαλή του ηγεμόνα
- Δεν έχει εξακριβωθεί αν η στέψη ήταν προσυμφωνημένη με τον Καρλομάγνο ή αν αποτελούσε πρωτοβουλία του πάπα με σκοπό να δεθεί ακόμη περισσότερο με την αγία έδρα ο βασιλιάς των Φράγκων και να συνεχίσει να της παρέχει την προστασία του. (*)
- (κατ’ επέκταση) η ανάδειξη νικητή σε διαγωνισμούς (π.χ. καλλιστεία) με ανάλογη διαδικασία και τελετουργικό
- (κατ’ επέκταση) η διαδικασία και η τελετή του στεφανώματος κατά τον γάμο
- (αρχιτεκτονική) το τμήμα ενός κτίσματος ή μιας κατασκευής που βρίσκεται στην κορυφή του
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη στέφω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.