στέψεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

στέψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στέφω
  2. θα στέψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στέφω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

στέψεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στέψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.