στέψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | στέψῐς | αἱ | στέψεις | ||||
| γενική | τῆς | στέψεως | τῶν | στέψεων | ||||
| δοτική | τῇ | στέψει | ταῖς | στέψεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | στέψῐν | τὰς | στέψεις | ||||
| κλητική ὦ! | στέψῐ | στέψεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στέψει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | στεψέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- στέψις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική στέφ(ω) + -σις > -ψις
Πηγές
- στέψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.