υψηλόβαθμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υψηλόβαθμος | η | υψηλόβαθμη | το | υψηλόβαθμο |
| γενική | του | υψηλόβαθμου | της | υψηλόβαθμης | του | υψηλόβαθμου |
| αιτιατική | τον | υψηλόβαθμο | την | υψηλόβαθμη | το | υψηλόβαθμο |
| κλητική | υψηλόβαθμε | υψηλόβαθμη | υψηλόβαθμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υψηλόβαθμοι | οι | υψηλόβαθμες | τα | υψηλόβαθμα |
| γενική | των | υψηλόβαθμων | των | υψηλόβαθμων | των | υψηλόβαθμων |
| αιτιατική | τους | υψηλόβαθμους | τις | υψηλόβαθμες | τα | υψηλόβαθμα |
| κλητική | υψηλόβαθμοι | υψηλόβαθμες | υψηλόβαθμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.psiˈlo.va.θmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐ψη‐λό‐βαθ‐μος
- παλιότερος συλλαβισμός : υ‐ψη‐λό‐βα‐θμος
Επίθετο
υψηλόβαθμος, -η, -ο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.