τελετουργικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τελετουργικό | τα | τελετουργικά |
| γενική | του | τελετουργικού | των | τελετουργικών |
| αιτιατική | το | τελετουργικό | τα | τελετουργικά |
| κλητική | τελετουργικό | τελετουργικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τελετουργικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τελετουργικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /te.le.tuɾ.ʝiˈko/
Κλιτικός τύπος επιθέτου
τελετουργικό
- αιτιατική ενικού του τελετουργικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τελετουργικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.