crest

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

crest < μέση αγγλική creste < παλαιά γαλλικά creste < λατινικά crista

Ουσιαστικό

crest (en)

  1. κορυφή, κορυφογραμμή
  2. (εραλδική) κορυφή - πρόσωπο, ζώο ή αντικείμενο, που τοποθετείται πάνω από ένα οικόσημο
  3. οικόσημο
  4. λοφίο
  5. λειρί
  6. κορωνίδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.