πάπας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πάπας οι πάπες
      γενική του πάπα των παπών
    αιτιατική τον πάπα τους πάπες
     κλητική πάπα πάπες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πάπας < (αντιδάνειο) (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική papa < αρχαία ελληνική πάππας (μπαμπάς) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpa.pas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πάπας
τονικό παρώνυμο: παπάς, Παπάς, παππάς, Παππάς

Ουσιαστικό

πάπας αρσενικό

  1. (χριστιανισμός) τίτλος του επισκόπου Ρώμης και προκαθημένου της Καθολικής Εκκλησίας
  2. (χριστιανισμός) τίτλος του πατριάρχη Αλεξανδρείας
  3. (μεταφορικά) ο ηγέτης ενός πνευματικού ή καλλιτεχνικού κινήματος
    ο Αντρέ Μπρετόν, ο πάπας του υπερρεαλισμού

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

* Κλίση: Θα πρέπει να ορίσουμε το δίχρονο φωνήεν με |δίχρ=β (βραχύ) ή |δίχρ=μ (μακρό).
Αν δεν υπάρχουν πληροφορίες, |δίχρ=?

Ετυμολογία

πάπας < (ηχομιμητική λέξη)

Ουσιαστικό

πάπας, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. άλλη μορφή του πάππας
  2. (ελληνιστική σημασία , χριστιανισμός) τιμητικός εκκλησιαστικός τίτλος του ιερέα και ορισμένων επισκόπων, ιδίως της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και των Ιεροσολύμων και κάποιων επισκόπων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας
      1ος/2ος κε αιώνας Ιγνάτιος Αντιοχείας, Epistulae interpolatae et epistulae suppositiciae (recensio longior) [Sp.], 1.4.1, @scaife.perseus
    Ἐπέρχεται δέ μοι λέγειν, ὅτι ἀληθινὸς ὁ λόγος, ὃν ἤκουον περί σου, ἔτι οὔσης σου ἐν τῇ Ῥώμῃ παρὰ τῷ μακαρίῳ πάπᾳ Ἀνεγκλήτῳ, ὃν διεδέξατο τὰ νῦν ὁ ἀξιομακάριστος Κλήμης, ὁ Πέτρου καὶ Παύλου ἀκουστής.
      4ος κε αιώνας Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Apologia contra Arianos, 69.2, @catholiclibrary.org
    Ἀθανασίῳ μακαρίῳ πάπᾳ Ἀρσένιος ἐπίσκοπος [τῶν ποτε ὑπὸ Μελίτιον] τῆς Ὑψηλιτῶν πόλεως ἅμα πρεσβυτέροις καὶ διακόνοις ἐν κυρίῳ πλεῖστα χαίρειν. ... Καὶ ἡμεῖς ἀσπαζόμενοι τὴν εἰρήνην καὶ ἕνωσιν πρὸς τὴν καθολικὴν ἐκκλησίαν, ἧς σὺ κατὰ χάριν θεοῦ προίστασαι, προῃρημένοι τε τῷ ἐκκλησιαστικῷ κανόνι κατὰ τὸν παλαιὸν τύπον ὑποτάσσεσθαι, γράφομέν σοι, ἀγαπητὲ πάπα, ὁμολογοῦντες ἐν ὀνόματι κυρίου τοῦ λοιποῦ μὴ κοινωνήσειν τοῖς ἔτι σχίζουσι καὶ μηδέπω εἰρηνεύουσι πρὸς τὴν καθολικὴν ἐκκλησίαν ἐπισκόποις τε καὶ πρεσβυτέροις καὶ διακόνοις μήτε συνθέσθαι αὐτοῖς βουλομένοις τι ἐν συνόδῳ μήτε γράμματα εἰρηνικὰ ἀποστέλλειν []

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.