κληρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κληρικός | οι | κληρικοί |
| γενική | του | κληρικού | των | κληρικών |
| αιτιατική | τον | κληρικό | τους | κληρικούς |
| κλητική | κληρικέ | κληρικοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ένας καθολικός κληρικός.
Ετυμολογία
- κληρικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κληρικός (που έχει σχέση με κληρονομιές, επίθετο) < αρχαία ελληνική κλῆρος
Ουσιαστικό
κληρικός αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κληρικός | ἡ | κληρική | τὸ | κληρικόν |
| γενική | τοῦ | κληρικοῦ | τῆς | κληρικῆς | τοῦ | κληρικοῦ |
| δοτική | τῷ | κληρικῷ | τῇ | κληρικῇ | τῷ | κληρικῷ |
| αιτιατική | τὸν | κληρικόν | τὴν | κληρικήν | τὸ | κληρικόν |
| κλητική ὦ! | κληρικέ | κληρική | κληρικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | κληρικοί | αἱ | κληρικαί | τὰ | κληρικᾰ́ |
| γενική | τῶν | κληρικῶν | τῶν | κληρικῶν | τῶν | κληρικῶν |
| δοτική | τοῖς | κληρικοῖς | ταῖς | κληρικαῖς | τοῖς | κληρικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | κληρικούς | τὰς | κληρικᾱ́ς | τὰ | κληρικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | κληρικοί | κληρικαί | κληρικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κληρικώ | τὼ | κληρικᾱ́ | τὼ | κληρικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | κληρικοῖν | τοῖν | κληρικαῖν | τοῖν | κληρικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κληρικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κλῆρ(ος) + -ικός
Παράγωγα
- κληρικῶς (επίρρημα)
Πηγές
- κληρικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.