σμήνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σμήνος τα σμήνη
      γενική του σμήνους των σμηνών
    αιτιατική το σμήνος τα σμήνη
     κλητική σμήνος σμήνη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σμήνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σμῆνος[1] < ἑσμός < ἕζομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈzmi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σμήνος

Ουσιαστικό

σμήνος ουδέτερο

  1. πλήθος εντόμων ή πραγμάτων
     συνώνυμα: πλήθος, σμάρι
    ένα σμήνος από ελικόπτερα
  2. (ειδικότερα) ομάδα αεροπλάνων που πετούν σε σχηματισμό
  3. (ειδικότερα) πλήθος μελισσών
  4. (συνεκδοχικά) η κυψέλη
     συνώνυμα: μελίσσι
  5. (αστρονομία) πυκνή συγκέντρωση αστέρων ή γαλαξιών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.