σμηνίτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σμηνίτισσα οι σμηνίτισσες
      γενική της σμηνίτισσας των σμηνιτισσών
    αιτιατική τη σμηνίτισσα τις σμηνίτισσες
     κλητική σμηνίτισσα σμηνίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σμηνίτισσα < σμηνίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

σμηνίτισσα θηλυκό

 δείτε τη λέξη σμηνίτης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.