αρχισμηνίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αρχισμηνίας οι αρχισμηνίες
      γενική του/της αρχισμηνία των αρχισμηνιών
    αιτιατική τον/την αρχισμηνία τους/τις αρχισμηνίες
     κλητική αρχισμηνία αρχισμηνίες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχισμηνίας < αρχι- + σμηνίας

Προφορά

ΔΦΑ : /ar.xi.zmiˈni.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρχισμηνίας

Ουσιαστικό

αρχισμηνίας αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.