σμάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σμάρι τα σμάρια
      γενική του σμαριού των σμαριών
    αιτιατική το σμάρι τα σμάρια
     κλητική σμάρι σμάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σμάρι < μεσαιωνική ελληνική σμάρι < αρχαία ελληνική ἑσμός < ἕζομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈzma.ɾi/

Ουσιαστικό

σμάρι ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) ομάδα μελισσών με καινούργια βασίλισσα, που εγκαταλείπει την αρχική κυψέλη
     συνώνυμα: σμήνος
  2. (μεταφορικά) οποιαδήποτε ομάδα (πουλιών, ανθρώπων κ.λπ.)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.