σμηναρχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σμηναρχία | οι | σμηναρχίες |
| γενική | της | σμηναρχίας | των | σμηναρχιών |
| αιτιατική | τη | σμηναρχία | τις | σμηναρχίες |
| κλητική | σμηναρχία | σμηναρχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σμηναρχία < σμήναρχ(ος) + -ία[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /zmi.naɾˈçi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμη‐ναρ‐χί‐α
Μεταφράσεις
σμηναρχία
|
|
Αναφορές
- σμηναρχία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.