σμήναρχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σμήναρχος οι σμήναρχοι
      γενική του σμήναρχου
& σμηνάρχου
των σμήναρχων
& σμηνάρχων
    αιτιατική τον σμήναρχο τους σμήναρχους
& σμηνάρχους
     κλητική σμήναρχε σμήναρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σμήναρχος < σμήνος + -αρχος < αρχαία ελληνική ἄρχω

Ουσιαστικό

σμήναρχος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.