ανθυποσμηναγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ανθυποσμηναγός οι ανθυποσμηναγοί
      γενική του/της ανθυποσμηναγού των ανθυποσμηναγών
    αιτιατική τον/την ανθυποσμηναγό τους/τις ανθυποσμηναγούς
     κλητική ανθυποσμηναγέ ανθυποσμηναγοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανθυποσμηναγός < ανθ- (αντι-) + υποσμηναγός (υπο- + σμηναγός)

Ουσιαστικό

ανθυποσμηναγός αρσενικό ή θηλυκό

  • (στρατιωτικός βαθμός) αξιωματικού της πολεμικής αεροπορίας, αμέσως κατώτερος του υποσμηναγού και αντίστοιχος με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού στο στρατό ξηράς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.