σμηνουργία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σμηνουργία | οι | σμηνουργίες |
| γενική | της | σμηνουργίας | των | σμηνουργιών |
| αιτιατική | τη | σμηνουργία | τις | σμηνουργίες |
| κλητική | σμηνουργία | σμηνουργίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σμηνουργία < → λείπει η ετυμολογία

σμηνουργία σε προσωρινή θέση, σε ένα δένδρο
Ουσιαστικό
σμηνουργία θηλυκό
- (μελισσοκομία) η διαδικασία δημιουργίας νέας αποικίας από μέλισσες, κατά την οποία μέρος του πληθυσμού κατά την άνοιξη εγκαταλείπει την κυψέλη μαζί με την παλαιά βασίλισσα, για δημιουργία νέας αποικίας (κυψέλης)
- ※ Η σμηνουργία λόγω απώλειας βασίλισσας διαφέρει από την αναπαραγωγική σμηνουργία , διότι δεν υπάρχει εκτροφή βασίλισσας προ της ορφάνιας ούτε συμφόρηση προ της σμηνουργίας και υπάρχει μακρύτερη περίοδος χωρίς βασίλισσα (Μελισσοκομική Ελλάς, τόμος 448-455, σελ. 374, 1985)
- ※ Η σμηνουργία είνε εντατική, εις περιοχήν όπου η εαρινή ανθοφορία είνε άφθονος, ορμητική και μεγάλης διαρκείας (Νικ. Ι. Νικολαΐδης, Μελισσοκομία: Σύγχρονοι μέθοδοι εντατικής εκμετάλλευσης: Επαγγελματική κατάρτισις του μελισσοκόμου, 1947, σελ. 114)
Συγγενικά
- αφεσμός
Μεταφράσεις
σμηνουργία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.