σμηνίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σμηνίτης | οι | σμηνίτες |
| γενική | του | σμηνίτη | των | σμηνιτών |
| αιτιατική | τον | σμηνίτη | τους | σμηνίτες |
| κλητική | σμηνίτη | σμηνίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /zmiˈni.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμη‐νί‐της
Ουσιαστικό
σμηνίτης αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σμήνος
Μεταφράσεις
σμηνίτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.