υποσμηνίας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | υποσμηνίας | οι | υποσμηνίες |
| γενική | του/της | υποσμηνία | των | υποσμηνιών |
| αιτιατική | τον/την | υποσμηνία | τους/τις | υποσμηνίες |
| κλητική | υποσμηνία | υποσμηνίες | ||
| Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
| Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
υποσμηνίας αρσενικό ή θηλυκό
- (στρατιωτικός βαθμός) κατώτερος υπαξιωματικός της πολεμικής αεροπορίας, κατώτερος του σμηνία και αντίστοιχος του δεκανέα στον στρατό ξηράς
Μεταφράσεις
υποσμηνίας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.