αντισμήναρχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αντισμήναρχος | οι | αντισμήναρχοι |
| γενική | του | αντισμήναρχου & αντισμηνάρχου |
των | αντισμήναρχων & αντισμηνάρχων |
| αιτιατική | τον | αντισμήναρχο | τους | αντισμήναρχους & αντισμηνάρχους |
| κλητική | αντισμήναρχε | αντισμήναρχοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αντισμήναρχος αρσενικό ή θηλυκό
- (στρατιωτικός βαθμός) βαθμός αξιωματικού της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, ανώτερος του επισμηναγού και κατώτερος του σμηνάρχου
Μεταφράσεις
αντισμήναρχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.