σανιδάδικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σανιδάδικο | τα | σανιδάδικα |
| γενική | του | σανιδάδικου | των | σανιδάδικων |
| αιτιατική | το | σανιδάδικο | τα | σανιδάδικα |
| κλητική | σανιδάδικο | σανιδάδικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σανιδάδικο ουδέτερο
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σανιδάδικο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.