σανίδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σανίδι τα σανίδια
      γενική του σανιδιού των σανιδιών
    αιτιατική το σανίδι τα σανίδια
     κλητική σανίδι σανίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σανίδι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σανίδι ουδέτερο

  1. η σανίδα
  2. (θέατρο) η σκηνή του θεάτρου
    • ανέβηκε για πρώτη φορά στο σανίδι: έπαιξε για πρώτη φορά σε θεατρικό έργο
  3. (ιδιωματικό): η αυλακιά ποτίσματος σε χωράφι (στη κρητική διάλεκτο)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.