σανιδένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σανιδένιος | η | σανιδένια | το | σανιδένιο |
| γενική | του | σανιδένιου | της | σανιδένιας | του | σανιδένιου |
| αιτιατική | τον | σανιδένιο | τη | σανιδένια | το | σανιδένιο |
| κλητική | σανιδένιε | σανιδένια | σανιδένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σανιδένιοι | οι | σανιδένιες | τα | σανιδένια |
| γενική | των | σανιδένιων | των | σανιδένιων | των | σανιδένιων |
| αιτιατική | τους | σανιδένιους | τις | σανιδένιες | τα | σανιδένια |
| κλητική | σανιδένιοι | σανιδένιες | σανιδένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /sa.niˈðe.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐νι‐δέ‐νιος
Μεταφράσεις
σανιδένιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.