παραλληλόγραμμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραλληλόγραμμος | η | παραλληλόγραμμη | το | παραλληλόγραμμο |
| γενική | του | παραλληλόγραμμου | της | παραλληλόγραμμης | του | παραλληλόγραμμου |
| αιτιατική | τον | παραλληλόγραμμο | την | παραλληλόγραμμη | το | παραλληλόγραμμο |
| κλητική | παραλληλόγραμμε | παραλληλόγραμμη | παραλληλόγραμμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραλληλόγραμμοι | οι | παραλληλόγραμμες | τα | παραλληλόγραμμα |
| γενική | των | παραλληλόγραμμων | των | παραλληλόγραμμων | των | παραλληλόγραμμων |
| αιτιατική | τους | παραλληλόγραμμους | τις | παραλληλόγραμμες | τα | παραλληλόγραμμα |
| κλητική | παραλληλόγραμμοι | παραλληλόγραμμες | παραλληλόγραμμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραλληλόγραμμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραλληλόγραμμος, μορφολογικά αναλύεται παράλληλ(ος) + -ο- + -γραμμος
Επίθετο
παραλληλόγραμμος, -η, -ο
- (γεωμετρία) που έχει παράλληλες μεταξύ τους γραμμές
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη παραλληλόγραμμο
Συγγενικά
- παραλληλόγραμμο
- → δείτε τις λέξεις παράλληλος, γραμμή και γράφω
Μεταφράσεις
παραλληλόγραμμος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- παραλληλόγραμμος < αρχαία ελληνική παράλληλ(ος) + -ό- + γραμμ(ή) + -ος
Πηγές
- παραλληλόγραμμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραλληλόγραμμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.