σανιδώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σανιδώνω < σανίδα + -ώνω

Ρήμα

σανιδώνω, πρτ.: σανίδωνα, στ.μέλλ.: θα σανιδώσω, αόρ.: σανίδωσα, παθ.φωνή: σανιδώνομαι, μτχ.π.π.: σανιδωμένος

  1. στρώνω μια επιφάνεια με σανίδες
  2. (ιδιωτισμός) πατάω τέρμα το γκάζι, δίνω τη μεγαλύτερη δυνατή επιτάχυνση σε αυτοκίνητο

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.