πασσαλοσανίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πασσαλοσανίδα | οι | πασσαλοσανίδες |
| γενική | της | πασσαλοσανίδας | των | πασσαλοσανίδων |
| αιτιατική | την | πασσαλοσανίδα | τις | πασσαλοσανίδες |
| κλητική | πασσαλοσανίδα | πασσαλοσανίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πασσαλοσανίδα θηλυκό
- (τεχνολογία) δομικό υλικό από συναρμοσμένους (χαλύβδινους ή από άλλο υλικό) πασσάλους, μπηγμένους στο έδαφος, που σχηματίζουν μια αδιαπέραστη επιφάνεια, σαν σανίδα, και χρησιμοποιείται για τη στήριξη και τη συγκράτηση του εδάφους, καθώς και για τη δημιουργία αναχωμάτων, αναλημμάτων κ.λπ.
Μεταφράσεις
πασσαλοσανίδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.