πάχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πάχος | τα | πάχη |
| γενική | του | πάχους | των | παχών |
| αιτιατική | το | πάχος | τα | πάχη |
| κλητική | πάχος | πάχη | ||
| Και λαϊκότροπος πληθυντικός, τα πάχητα & πάχια | ||||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πάχος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πᾰ́χος [1] < παχύς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpa.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐χος
Ουσιαστικό
πάχος ουδέτερο
- ο περιττός και παραπανίσιος (σε σχέση με τον συνηθισμένο ή φυσιολογικό) όγκος και μάζα ενός ανθρώπινου σώματος, λόγω του συσσωρευμένου λίπους
- ↪ τα πάχη μου, τα κάλλη μου
- μια από τις τρεις διαστάσεις ενός στερεού σώματος
- ※ Προσδιορισμός ιδιοτήτων ερπυσμού επικαλύψεων παραγομένων μέσω θερμικού ψεκασμού και βέλτιστη επιλογή των παχών τους (τίτλος μελέτης στο Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (2002))
- → δείτε πλάτος, μήκος και ύψος
- το πλάτος μιας γραμμής
- το λίπος που υπάρχει σε κάποιο ζωικό κρέας που προορίζεται για βρώση
Μεταφράσεις
Αναφορές
- πάχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.