σανιδόσκαλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σανιδόσκαλη | οι | σανιδόσκαλες |
| γενική | της | σανιδόσκαλης | των | σανιδόσκαλων |
| αιτιατική | τη | σανιδόσκαλη | τις | σανιδόσκαλες |
| κλητική | σανιδόσκαλη | σανιδόσκαλες | ||
| Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σανιδόσκαλα θηλυκό
- σκάλα από σανίδια
- (ναυτικός όρος) κινητή σκάλα (ή απλή πρόχειρη σανίδα) επιβίβασης επιβατών σε πλοίο ή αποβίβασής τους
- ※ Να σταθείς λοιπόν κοντά στη σανιδόσκαλα, να τους αναγνωρίζεις και να τους παραλαμβάνεις, αναγκάζοντάς τους να επιβιβάζονται γυμνοί. (*)
- ≈ συνώνυμα: διαβάθρα, μαδερόσκαλα, πασαδούρος
-
διαβάθρα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
σανιδόσκαλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.