σανιδόσκαλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σανιδόσκαλη οι σανιδόσκαλες
      γενική της σανιδόσκαλης των σανιδόσκαλων
    αιτιατική τη σανιδόσκαλη τις σανιδόσκαλες
     κλητική σανιδόσκαλη σανιδόσκαλες
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σανιδόσκαλα < σανίδ(α) + -ό- + σκάλα

Ουσιαστικό

σανιδόσκαλα θηλυκό

  1. σκάλα από σανίδια
  2. (ναυτικός όρος) κινητή σκάλα (ή απλή πρόχειρη σανίδα) επιβίβασης επιβατών σε πλοίο ή αποβίβασής τους
      Να σταθείς λοιπόν κοντά στη σανιδόσκαλα, να τους αναγνωρίζεις και να τους παραλαμβάνεις, αναγκάζοντάς τους να επιβιβάζονται γυμνοί. (*)
     συνώνυμα: διαβάθρα, μαδερόσκαλα, πασαδούρος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.