γυμνασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γυμνασμένος η γυμνασμένη το γυμνασμένο
      γενική του γυμνασμένου της γυμνασμένης του γυμνασμένου
    αιτιατική τον γυμνασμένο τη γυμνασμένη το γυμνασμένο
     κλητική γυμνασμένε γυμνασμένη γυμνασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γυμνασμένοι οι γυμνασμένες τα γυμνασμένα
      γενική των γυμνασμένων των γυμνασμένων των γυμνασμένων
    αιτιατική τους γυμνασμένους τις γυμνασμένες τα γυμνασμένα
     κλητική γυμνασμένοι γυμνασμένες γυμνασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γυμνασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γυμνάζω

Μετοχή

γυμνασμένος

  • που έχει γυμναστεί, που έχει υποβληθεί σε τακτική σωματική ή πνευματική άσκηση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.