σανίδωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σανίδωμα | τα | σανιδώματα |
| γενική | του | σανιδώματος | των | σανιδωμάτων |
| αιτιατική | το | σανίδωμα | τα | σανιδώματα |
| κλητική | σανίδωμα | σανιδώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σανίδωμα < σανιδώ(νω) + -μα < (ελληνιστική κοινή) σανιδόω / σανιδῶ < αρχαία ελληνική σανίς
Ουσιαστικό
σανίδωμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
σανίδωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.